ανέρρηξα
Смотреть что такое "ανέρρηξα" в других словарях:
ἀνέρρηξα — ἀναρρήγνυμι break up aor ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνέρρηξα — ἀναρρήγνυμι break up aor ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)